-
1 удостоверение
-я ουδ.1. βεβαίωση, πιστοποίηση•удостоверение подписи βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής•
в удостоверение своих слов он сослался на факты για επιβεβαίωση των λεγομένων του αναφέρθηκε σε γεγονότα ή ανέφερε γεγονότα•
письменное удостоверение πιστοποιητικό, έγγραφη βεβαίωση.
2. πιστοποιητικό• έγγραφη βεβαίωση•удостоверение личности η ταυτότητα (του πολίτη)•
удостоверение врача η βεβαίωση (πιστοποιητικό) του γιατρού.
-
2 документ
документ м το έγγραφο, το ντοκουμέντο το χαρτί το πιστοποιητικό (удостоверение)* * *мτο έγγραφο, το ντοκουμέντο; το χαρτί; το πιστοποιητικό ( удостоверение) -
3 метрика
-
4 свидетельство
свидетельство с 1) (показание) η μαρτυρία 2) (документ) το πιστοποιητικό* * *с1) ( показание) η μαρτυρία2) ( документ) το πιστοποιητικό -
5 удостоверение
удостоверение с (документ} το πιστοποιητικό; \удостоверение личности η ταυτότητα* * *с( документ) το πιστοποιητικόудостовере́ние ли́чности — η ταυτότητα
-
6 свидетельство
свидетельствос1. (показание) ἡ μαρτυρία, ἡ ἀπόδειξη [-ις]:\свидетельство очевидца ἡ μαρτυρία αὐτόπτου· яркое \свидетельство ξεκάθαρη ἀπόδειξη·2. (удостоверение) τό πιστο-ποιητικό[ν]:\свидетельство о рождении τό πιστοποιητικό μητρώου· \свидетельство о браке ἡ ληξιαρχική πράξη γάμου· медицинское \свидетельство τό πιστοποιητικό ίατροῦ. -
7 сила
си́л||аж в разн. знач. ἡ δύναμη [-ις] (тж. черен.), ἡ ἰσχύς (тж. юр.), ἤ ρώμη, τό σθένος:богатырская \сила ἡ πα-ληκαρἡσια δύναμη· \сила во́ли ἡ δύναμη θέλησης· \сила притяжения ἡ δύναμη τής ἔλξεως· \сила сцепления ἡ συνάφεια· центробежная \сила ἡ φυγόκεντρη (ἡ κεντρό-φυξ) δύναμη· лошадиная \сила физ. ἡ ἰπ-ποδύναμις, ὁ ίππος· производительные \силаы эк. οἱ παραγωγικές δυνάμεις· движущие \силаы οἱ κινητήριες δυνάμεις· вооруженные \силаы οἱ Ενοπλες δυνάμεις· военно-возду́шные \силаы οἱ ἀεροπορικές δυνάμεις· закон обратной \силаы не имеет ὁ νόμος δέν ἐχει ἀναδρομική ἰσχύ· в расцвете сил στήν ἀκμή των δυνάμεων изо всех сил μέ ὅλες τίς δυνάμεις· полный сил πλήρης δυνάμεων общими \силаами μέ κοινές προσπάθειες· выбиться из сил ἐξαντλούμαι, κατασκοτώνομαι· ударить с \силаой κτυπώ μέ δύναμη· знать свои́ \силаы γνωρίζω τίς δυνάμεις μου· быть в \силаах ἔχω τήν δύναμη· не в \силаах что́-л. сделать δέν ἔχω τήν δύναμη νά κάνω τίποτε· это сверх моих сил αὐτό εἶναι πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μου, εἶναι ἀνώτερο τῶν δυνάμεων μου· войти́ в \силау (о документе, законе и т. п.) ἀρχίζω νά ίσχύω, τίθεμαι ἐν ίσχὔί· документ, имеюший \силау πιστοποιητικό πού ἰσχύει, τό ἐγκυρο πιστοποιητικό· оставить в \силае (о судебном решении) ἐπικυρώ, ἐπιβεβαιώ· лиши́ть \силаы (документ, закон и т. п.) ἀκυρώνω, ἀκυρῶ· ◊ в \силау привычки ἀπό συνήθεια· в \силау обстоятельств λόγω τῶν περιστάσεων в \силау закона βάσει τοῦ νόμου, δυνάμει τοῦ νόμου· рабочая \сила ἡ ἐργατική δύναμη· от \силаы разг τό πολύ πολύ· \силаой μέ τό ζόρι, διά τής βίας, ἀναγκα-στικώς. -
8 аттестат
-а α.1. ενδεικτικό εκπαιδευτικού ιδρύματος•аттестат зрелости απολυτήριο δεκαταζίου σχολείου (γυμνασίου).
2. ενδεικτικό, πιστοποιητικό.3. διατακτική.4. πιστοποιητικό κυριότητας ζώου. -
9 листок
-тка α.1. φύλλο, φυλλαράκι-• дубовый листок δρύινο φύλλο. || αντικείμενο φυλλοειδες•вырвать листок из тетради κόβω φύλλο από το τετράδιο.
2. κάρτα, δελτάριο.3. βλ. листовка.εκφρ.боевой листок – μικρή και έκτακτη εφημερίδα τοίχου•листок нетрудоспособности – πιστοποιητικό νοσοκομείου για ανικανότητα εργασίας•больничный листок – πιστοποιητικό νοσηλείας. -
10 свидетельство
-а ουδ.1. μαρτυρία• απόδειξη: свидетельство очевидцев μαρτυρία αυτόπτων•факты служат лучшим -ом τα γεγονότα είναι η καλύτερη απόδειξη.
|| έκθεση, διαπίστωση (γιατρών, πραγ-ματογνωμώνων κλπ.).2. αποδεικτικό, πιστοποιητικό• βεβαίωση•свидетельство о поведении πιστοποιητικό διαγωγής•
докторское свидетельство βεβαίωση γιατρού•
метрическое свидетельство πιστσπιητικό μητρώου•
-об окончании средней школы απολυτήριο μεσαίου σχολείου (μέσης εκπαίδευσης)•
медицинское свидетельство ιατρική βεβαίωση, βεβαίωση γιατρού.
εκφρ.по -у соврменников – κατά τη γνώμη των συγχρόνων (του, της κ.τ.τ.). -
11 акт
1. (документ) το πιστοποιητικό, το δελτίο, ο απολογισμός, το πρωτόκολλοаварийный мор. - επιθεώρησης (κατόπιν βλάβης)2. (действие, явление) η πράξη, η ενέργειαполовой - анат. η συνουσίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > акт
-
12 акцепт
1. фин. (действие) η αποδοχή (της προσφοράς)η παραλαβή, η παραδοχή των όρων της συμφωνίας2. (юр., фин.) (документ) το πιστοποιητικό παραλαβήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > акцепт
-
13 аттестат
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аттестат
-
14 бюллетень
1. (краткое официальное сообщение) το δελτίο, το ανακοινωθένинформационный - των πληροφοριών/γεγονότων2. (какого-л. учреждения) η περιοδική έκδοση, το περιοδικό 3. (отчёт) το δελτίο 4. (избирательный) το ψηφοδέλτιο 5. (больничный лист) το πιστοποιητικό ασθενείας/νοσηλείας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бюллетень
-
15 варрант
фин. το πιστοποιητικό, η έγκριση, η άδεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > варрант
-
16 документ
1. (деловая бумага) το έγγραφ/οпогрузочные - ы см. грузовые - ы2. (письменное удо-стоведение) το πιστοποιητικό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > документ
-
17 качество
(свойство) η ποιότητ/αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > качество
-
18 медицинский
ιατρικ/ός- ая сестра η νοσοκόμα, η αδελφήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > медицинский
-
19 метрика
1. (литер., муз.) η μετρική 2. (свидетельство ο рождении) το πιστοποιητικό γεννήσεως.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метрика
-
20 паспорт
1. (документ, удостоверяющий личность владельца и его гражданство) το διαβατήριο 2. (регистрационное свидетельство) η προδιαγραφή, η περιγραφή, το πιστοποιητικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > паспорт
См. также в других словарях:
πιστοποιητικό — το, Ν 1. (νομ.) ιδιωτικό ή δημόσιο έγγραφο βεβαιωτικό πραγματικού ή νομικού γεγονότος το οποίο συνδέεται με ορισμένη έννομη συνέπεια (α. «πιστοποιητικό υγείας» β. «πιστοποιητικό καταλληλότητος πλοίου» γ. «πιστοποιητικό γάμου» 2. φρ.… … Dictionary of Greek
πιστοποιητικό — το επίσημο έγγραφο που βεβαιώνει κάτι: Πιστοποιητικό σπουδών, γάμου κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Marco común europeo de referencia para las lenguas — El Marco común europeo de referencia para las lenguas: aprendizaje, enseñanza y evaluación (MCERL)[1] es un estándar que pretende servir de patrón internacional para medir el nivel de comprensión y expresión orales y escritas en una lengua. El… … Wikipedia Español
πιστοποιητικός — ή, ό / πιστοποιητικός, ή, όν, ΝΑ [πιστοποιώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πιστοποίηση ή αυτός που πιστοποιεί, που βεβαιώνει κάτι νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πιστοποιητικό βλ. πιστοποιητικό … Dictionary of Greek
φορτωτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται στη φόρτωση 2. το θηλ. ως ουσ. η φορτωτική έγγραφο που αποδεικνύει τη φόρτωση και μεταφορά εμπορευμάτων και περιέχει λεπτομερή κατάσταση τού συνόλου τους 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φορτωτικά η… … Dictionary of Greek
αποφοιτήριο — το πιστοποιητικό στο οποίο αναγράφεται η χρονική διάρκεια της φοίτησης σπουδαστή, η επίδοση του και ο χρόνος αποφοίτησης … Dictionary of Greek
βαφτιστικός — και βαπτιστικός, ή, ό (Μ βαπτιστικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει στη βάφτιση ή έχει σχέση με το βάφτισμα («το βαφτιστικό όνομα», «βαφτιστικά ρούχα») 2. (το αρσ. ή το θηλ. ως ουσ.) ο βαφτισιμιός, ο αναδεκτός νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. βαφτιστικό,… … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
βιβλιάριο — το (AM βιβλιάριον) νεοελλ. πιστοποιητικό σε σχήμα μικρού βιβλίου με το όνομα, τα λοιπά στοιχεία και τη φωτογραφία του κατόχου («βιβλιάριο υγείας», «... νοσηλείας», «εκλογικό...» «... ασφάλισης» κ.λπ. || αρχ. μσν. χειρόγραφο τεύχος … Dictionary of Greek
διαβατήριο — Δημόσιο έγγραφο –συνήθως με τη μορφή βιβλιαρίου– που επιτρέπει την έξοδο του κατόχου του από το εθνικό έδαφος και την είσοδό του σε χώρα του εξωτερικού. Οι χώρες διάβασης ή τελικού προορισμού δίνουν τη συγκατάθεσή τους με τη μορφή θεώρησης, που… … Dictionary of Greek
δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… … Dictionary of Greek